κυκλωπείων

κυκλωπείων
Κυκλώπειος
uncivilized
fem gen pl
Κυκλώπειος
uncivilized
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κυκλωπείων — Κυκλώπειος uncivilized fem gen pl Κυκλώπειος uncivilized masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλάτρι — (Alatri). Πόλη (26.600 κάτ. το 2002) της Ιταλίας που υπάγεται στο διοικητικό διαμέρισμα Λάτσιο. Διαθέτει εργοστάσια μάλλινων και βαμβακερών υφασμάτων, μακαρονιών, δερμάτων και βροχομετρικό σταθμό. Στα περίχωρα της πόλης σώζονται αξιόλογα ερείπια… …   Dictionary of Greek

  • Βλοχός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ., 699 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται προς τη βορειοανατολική άκρη του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμά. Στο ύψωμα Στρογγυλοβούνι που βρίσκεται κοντά στον οικισμό βρέθηκαν σημαντικά λείψανα κυκλώπειων… …   Dictionary of Greek

  • δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Κύκλωπες — Μυθολογικά πρόσωπα. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν δύσμορφα όντα με τερατώδη όψη, γιγάντιο ανάστημα και έφεραν ένα και μοναδικό μάτι στη μέση του μετώπου. Οι Κ. (Οδύσσεια, ι) ήταν λαός ποιμένων, οι οποίοι περιφρονούσαν τους θεούς, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ντόντγουελ, Έντουαρντ — (Dodwell, 1767 – 1832). Άγγλος αρχαιολόγος. Στο διάστημα από το 1801 έως το 1806 επισκέφτηκε την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και μελέτησε τις αρχαιότητες στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στις Μυκήνες, στην Επίδαυρο, στην Κόρινθο, στη Θήβα, στη Χαιρώνεια …   Dictionary of Greek

  • Σάμη — Παράλιος οικισμός (928 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Σάμης του νομού Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο μυχό του ομώνυμου όρμου, κοντά στα ερείπια της αρχαίας ομώνυμης πόλης. Είναι έδρα της επαρχίας και της ομωνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ., 928 κάτ.). Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”